Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Tαξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει

Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμα
νεκροί αστερίες λαμπύριζαν στα μαλλιά της
« η ομορφιά» κάποιος ψιθύρισε «είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένο ι της αγάπης».

Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ' αποσυρθώ και θ' αγαπήσω το σκοτάδι

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η σονάτα του σεληνόφωτος

Αφησε με ναρθω μαζι σου. Τι φεγγαρι αποψε!
Ειναι καλο το φεγγαρι, δεν θα φαινεται που ασπρησαν τα μαλλια μου. Δεν καταλαβενεις.
Αφησε με ναρθω μαζι σου

Οταν εχει φεγγαρι μεγαλωνουν οι σκιες μες το σπιτι, αορατα χερια τραβουν τις κουρτινες
Εν δαχτυλο αχνο, γραφει στη σκονη του πιανου λημονησμενα λογια
Δε θελω να τ' ακουσω. Σωπα!

Αφησε με ναρθω μαζι σου
ως εκει που στριβει ο δρομος και φαινεται
η πολιτεια τσιμεντενια κι αερινη, ασβεστωμενη με φεγγαροφωτο,
τοσο αδιαφορη κι αυλη,
τοσο θετικη σαν μεταφυσικη
που μπορεις επιτελους να πιστεψεις πως υπαρχεις και δεν υπαρχεις
πως ποτε δεν υπηρξες, δεν υπηρξε ο χρονος κ' η φθορα του.
Αφησε με ναρθω μαζι σου.

Θα καθισουμε λιγο στο πεζουλι, πανω στο υψωμα,
κι οπως θα μας φυσαει ο ανοιξιατικος αερας
μπορει να φανταζουμε κιολας πως θα πεταξουμε,
γιατι, πολλες φορες, και τωρα ακομη, ακουω το θορυβο του φουστανιου μου,
σαν το θορυβο δυο δυνατων φτερων που ανοιγοκλεινουν,
κι οταν κλεινεσαι μεσα σ' αυτον τον ηχο του πεταγματος
νιωθεις κρουστο το λαιμο σου, τα πλευρα σου, τη σαρκα σου,
κι ετσι σφιγμενος μες στους μυωνες του γαλαζιου αγερα,
μεσα στα ρωμαλεα νευρα του υψους,
δεν εχει σημασια αν φευγεις ή αν γυριζεις
ουτε εχει σημασια που ασπρισαν τα μαλλια μου,
Αφησε με ναρθω μαζι σου.

Το ξερω πως καθενας μοναχος πορεύεται στον έρωτα,
μοναχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξερω. Το δοκιμασα. Δεν ωφελει.




Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Άγνωστη ματιά

Μα δεν βλεπεις..δεν εχεις ματια να δεις πως ολα γυρω σου καταστρεφονται
Δεν μπορεις να δεις, γιατι ποτε δεν εμαθες ποιος εισαι, ποτε δεν αναζητησες τον εαυτο σου
Παντοτε καθοσουν σε μια γωνια, καπνιζοντας, χωρις να εχεις βλεμμα καθαρο..
Ησουν χαμενος, κοιταζοντας ενα σημειο μονο χωρις να σκεφτεσαι τιποτα..
Η μονη σου διεξοδος ηταν το τσιγαρο και ενα βιβλιο..δεν κοιταζες ανθρωπους στα ματια
Με σκυφτω βλεμμα ελεγες ενα καλημερα, αλλα αυτο μονο, τιποτα αλλο..
Δεν ηξερες να μιλησεις, ουτε μπορουσες να κοιταξεις..
Ηξερες πως θα καταληξεις..αλλα ποτε δεν εμαθες να το αλλαξεις αυτο..
Ηξερες την μοιρα σου, αλλα ποτε δεν προσπαθησες να την αλλαξεις..να εισαι εσυ ο κυριαρχος..
Σε ειχα δει να κλαις, να κλαις και να φωναζεις..να βγαζεις αποκοσμες κραυγες..χωρις να ξερεις γιατι..
Η' μαλλον ισως ηξερες..ηξερες αυτο που ηταν μεσα σου..
Δεν πολεμησες ποτε..ποτε δεν πεισμωσες να το σκοτωσεις..παντα δειλος και μονος..
Ακομα και οταν κοιτουσες τον γκρεμο, τιποτα δεν σε εκανε να κανεις ενα βημα πισω..
Εκανες ενα βημα μπροστα..αλλα  αυτος ο δρομος ηταν λαθος..

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Δεν ξέρω τι να είναι αυτό που πιο πολύ φοβάμαι

<<ευχαριστω σε, γιατι με εβαλες σ' ενα τετοιο επικινδυνο ποστο να πολεμω..
ολους τους αγαπω, κανενας δεν με αγαπαει, μα αντεχω. Μα μην παρατεντωνεις το σκοινι, ανθρωπος ειμαι- ως ποτε θ 'αντεχω; μια μερα μπορει να σπασω σου το λεω, γιατι- ημαρτον, καμια φορα ξεχνας και ζητας απο τον ανθρωπο πιο πολλα κι απο τους αγγελους..>>




Νικος Καζαντζακης
'Οι αδελφοφαδες'

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

.

Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα  και θα βγω στους δρόμους  ,όπως και χτες.
 Και δεν θα συλλογιέμαι παρά  ένα κομμάτι από τον πατέρα  κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ' άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-